- ἐπήλυθε
- ἐπέρχομαιcome uponaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαινόλις — και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα όλις, θηλ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλις)] … Dictionary of Greek